Τὸ παρδαλὸ γατάκι
Τὸ παρδαλὸ γατάκι
Χρῆστος Μαλεβίτσης
(«Ἡ Καθημερινή», 22-6-1991· ἀναδημοσίευσις: «Δοκίμια ἰδεῶν», ἐκδ. Δωδώνη, 1993, σελ. 242-245)
Ἡ ἐπίμονη ἐπανάληψη τῆς καθημερινότητας μουδιάζει τὴ συνείδηση. Τὴν περικαλύπτει μὲ κρούστα ἀδιαφορίας καὶ ἀχρηστεύει τὶς πλέον οὐσιώδεις λειτουργίες της: τὸ ξάφνιασμα, τὸν θαυμασμό, τὴν φρίκη. Ἀκόμη καὶ συνταρακτικὰ περιστατικὰ δὲν εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ θραύσουν αὐτὴν τὴν κρούστα. Εἶναι ὅμως φορὲς ποὺ κάποιο ἀσήμαντο συμβὰν ἐπιφέρει ρωγμὴ στὴν κρούστα. Καὶ ἀποκαλύπτεται ὁ μαγικὸς κόσμος τοῦ οὐσιώδους. Μαζὶ μὲ τὸ ρίγος τῆς παρθενικῆς ἐνοράσεως τοῦ κόσμου. Καὶ συνειδητοποιοῦμε πὼς ζοῦμε σὲ δάσος γοητευτικὸ καὶ ἐπίφοβο. Εἶναι σὰν τὸ «πανέρμο δάσος», ἐντὸς τοῦ ὁποίου αἰφνίδια βρέθηκε ὁ Σολωμός, «μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο».
Τὸ παρδαλὸ γατάκι ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν λίγες μέρες. Εἶναι τόσο ἐλάχιστο ποὺ τὸ κρατῶ σὰν πούπουλο στὴ χούφτα μου. Ἀρκεῖ ὅμως νὰ σὲ κοιτάξει μὲ τὰ θαυμαστικὰ μάτια του τὰ ζαφειρένια γιὰ νὰ βαρύνει τὴ χούφτα σου μὲ χίλιους τόννους ἀπορίας. Θὰ ἔλεγα γοητείας, μπροστὰ στὴ λάμψη τῆς ὀμορφιᾶς του. Θὰ ἔλεγα φρίκης, μπροστὰ στὴ μοίρα τῆς τυχαιότητός του. Θά ἔλεγα σκανδάλου, μπροστὰ στὴν ἀνεννόητη φανέρωσή του στὸν κόσμο. Τί δοξάζει αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα τοῦ Θεοῦ, πεταμένο στὴν τύχη του;
Ἡ ἁρμονία τῶν χρωμάτων του. Λευκό, καφετὶ καὶ γκρίζο, σκορπισμένα κατὰ κλίμακα μουσική. Ἡ ἁρμονία τῶν κινήσεών του, ἡ σαγηνευτική. Ἡ ἀέρινη ἀλαφράδα, ποὺ εἶναι ἴση μὲ τὴν ἀθωότητά του, τὴν ἀφοπλιστική. Γλυκιὰ φωνούλα, παρακαλεστική. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς, ἡ ἀπερίσταλτη. Νὰ τὰ δεῖ ὅλα, νὰ τὰ γευτεῖ ὅλα, νὰ παίξει μὲ ὅλα. Ἡ ζωή, λοιπόν, στὴν ἀρχέγονη καθαρότητά της εἶναι ἕνα αθῶο παιχνίδι. Αὐτὸ διδάσκει τὸ παρδαλὸ γατάκι, τὸ χαριτωμένο.
Κι ὡστόσο ὅλα τοῦτα δὲν συνιστοῦν χαλαρὴ σύνθεση εὐτυχισμένων συμπτώσεων. Ξεκινοῦν ἀπὸ ἕνα σκληρὸ κέντρο βουλητικῆς ἐμμονῆς στὴν ὕπαρξη. Τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται μόλις τὸ προκαλέσεις ἢ τὸ ἀμφισβητήσεις. Ἡ φωνούλα μετασχηματίζεται σὲ τσιριξιὰ ὅμοια μὲ σπαθί. Τὸ ἁπαλὸ, ἴδιο μὲ χνουδωτὴ φούντα πέλμα του, βγάζει γαμψὰ σουβλερὰ νύχια, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖ καὶ ὑπερασπίζεται δραστικῶς τὴν ὕπαρξή του. Τὸ εὔκαμπτο καὶ τρυφερὸ σωματάκι του μεταποιεῖται σὲ ἀτσαλένιο ἀμυντήριο ἔλασμα. Καὶ τὰ ζαφειρένια ματάκια του σκοτεινιάζουν ἀπὸ ὀργή. Μία πλήρης αὐτόνομη ὕπαρξη ἀποφασισμένη νὰ κρατηθεῖ στὸν ἐπάνω κόσμο, ἀντλώντας δύναμη ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ ρίζα τῆς ζωῆς.
Ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὸ μόνο πλάσμα στὸν κόσμο, θὰ ἦταν τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ θὰ στεκόντουσαν φύλακες προστατευτικοί. Μὲ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ αὐτὴ ἡ δαιμόνια ἐκβλάστηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου σὲ ἄγγελμα ἀπρόοπτης ζωῆς. Καθόσον, τὸ ὅτι ὑπάρχει ζωὴ στὸν κόσμο προκαλεῖ ἴλιγγο στὸ νοῦ καὶ δέος στὴν ψυχή.
Ὅμως δὲν εἶναι τὸ μόνο πλάσμα. Εἶναι ἕνα ἀνάμεσα στὰ ἄπειρα ποὺ ὁ τυφλὸς ἐρωτικὸς ὀργασμὸς τὰ ἐκσφενδονίζει στὴν ὕπαρξη καὶ τὰ ἐγκαταλείπει στὴν τύχη τους. Καὶ χάνουν κάθε ἀξία. Ἔτσι πρὸ ἡμερῶν πέταξε στὴν αὐλή μου τὸ παρδαλὸ γατάκι κάποιος ποὺ τοῦ περίσσευε καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ πνίξει. Θὰ μποροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ τὸ θάψω ζωντανὸ στὸν κῆπο μου. Κανένας δὲν θὰ μὲ θεωροῦσε ἔνοχο. Οὔτε ὁ Θεός. Διότι δὲν τὸ ἔχει προικίσει μὲ ψυχή. Πλάσματα, ποὺ γιὰ νὰ γίνουν χρειάστηκε δισεκατομμυρίων ἐτῶν προεργασία, τὰ ὁποῖα ἐσχεδίασε κάποια δυσσύλληπτη ὑπερφυὴς βούληση, μὲ ἄτεγκτη ἀναγκαιότητα, τελοῦν ἕρμαια τῆς πλέον δυσοίωνης τυχαιότητας.
Κρατῶ τὸ παρδαλὸ γατάκι στὴ χούφτα μου. Τὴ ζεσταίνει τρυφερά. Μὲ κοιτάει ἀπορητικὰ μὲ τὰ μεγάλα ζαφειρένια ματάκια του. Προφανῶς δὲν ξέρει πὼς μπορῶ νὰ σβύσω τὸ ἀναμμένο κερὶ τῆς ζωούλας του μὲ ἕνα φύσημά μου. Χωρὶς κανένας νὰ μοῦ ζητήσει τὸ λόγο. Ἐπειδὴ δὲν ἔχει ψυχή. Πράγματι. Ἂν ψυχὴ εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία, αὐτὸ δὲν ἔχει ψυχή. Ἔχει ὅμως ζωή, ὅπως καὶ ἐγώ. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο ἔχουμε ἀκριβῶς τὴν ἴδια τύχη. Σάμπως καὶ ἐμένα δὲν μὲ κρατάει κάποιος στὴ χούφτα του; Καὶ σάμπως δὲν μπορεῖ νὰ μὲ συντρίψει τὴν κάθε στιγμή; Ἡ διαφορά μας ἔγκειται στὸ ὅτι καθὼς ἐγὼ ἔχω αὐτοσυνειδησία, τὸ γνωρίζω. Αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζει. Καὶ φοβᾶται μόνο τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπέρχεται ὁ συντριμμός. Ἐνῶ ἐγὼ φοβοῦμαι ἀπὸ τώρα καὶ γιὰ τὸν συντριμμὸ τοῦ μέλλοντος. Δηλαδή, ἡ διαφορά μας ἔγκειται στὸ ὅτι ἐγὼ ἔχω περισσότερο φόβο.
Τέκνα τύχης χαλεπῆς. Νὰ εἶσαι τὸ πᾶν καὶ τὸ τίποτε. Νὰ εἶσαι προϊὸν τῆς ἀνάγκης καὶ ἄθυρμα τῶν περιστάσεων. Νὰ εἶσαι προορισμένος ἀπὸ τὴν τεχνουργία τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ εἶσαι καταδικασμένος ἀπὸ τὴν πανουργία τοῦ κόσμου. Πρὸς τί αὐτὴ ἡ ἀσύλληπτη δολίευση τῶν νόμων τῆς φύσεως γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ζωή; Καὶ σὰν φανερωθεῖ περισσεύει, σπαράζεται, μισεῖται, δολοφονεῖται, θάβεται. Ὕστερα τὰ μνήματα χλοΐζουν. Σὰ νὰ μὴ συνέβη τίποτε.
Κρατῶ στὴ χούφτα μου τὸ ὄμορφο γατάκι. Μὲ ὁλάνοιχτα τὰ ματάκια του μὲ κοιτάζει ἐπιτακτικά. Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ βλέμμα τοῦ ζώου. Εἶναι τῆς ἀβύσσου.
Τὸ παρδαλὸ γατάκι ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν λίγες μέρες. Εἶναι τόσο ἐλάχιστο ποὺ τὸ κρατῶ σὰν πούπουλο στὴ χούφτα μου. Ἀρκεῖ ὅμως νὰ σὲ κοιτάξει μὲ τὰ θαυμαστικὰ μάτια του τὰ ζαφειρένια γιὰ νὰ βαρύνει τὴ χούφτα σου μὲ χίλιους τόννους ἀπορίας. Θὰ ἔλεγα γοητείας, μπροστὰ στὴ λάμψη τῆς ὀμορφιᾶς του. Θὰ ἔλεγα φρίκης, μπροστὰ στὴ μοίρα τῆς τυχαιότητός του. Θά ἔλεγα σκανδάλου, μπροστὰ στὴν ἀνεννόητη φανέρωσή του στὸν κόσμο. Τί δοξάζει αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα τοῦ Θεοῦ, πεταμένο στὴν τύχη του;
Ἡ ἁρμονία τῶν χρωμάτων του. Λευκό, καφετὶ καὶ γκρίζο, σκορπισμένα κατὰ κλίμακα μουσική. Ἡ ἁρμονία τῶν κινήσεών του, ἡ σαγηνευτική. Ἡ ἀέρινη ἀλαφράδα, ποὺ εἶναι ἴση μὲ τὴν ἀθωότητά του, τὴν ἀφοπλιστική. Γλυκιὰ φωνούλα, παρακαλεστική. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς, ἡ ἀπερίσταλτη. Νὰ τὰ δεῖ ὅλα, νὰ τὰ γευτεῖ ὅλα, νὰ παίξει μὲ ὅλα. Ἡ ζωή, λοιπόν, στὴν ἀρχέγονη καθαρότητά της εἶναι ἕνα αθῶο παιχνίδι. Αὐτὸ διδάσκει τὸ παρδαλὸ γατάκι, τὸ χαριτωμένο.
Κι ὡστόσο ὅλα τοῦτα δὲν συνιστοῦν χαλαρὴ σύνθεση εὐτυχισμένων συμπτώσεων. Ξεκινοῦν ἀπὸ ἕνα σκληρὸ κέντρο βουλητικῆς ἐμμονῆς στὴν ὕπαρξη. Τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται μόλις τὸ προκαλέσεις ἢ τὸ ἀμφισβητήσεις. Ἡ φωνούλα μετασχηματίζεται σὲ τσιριξιὰ ὅμοια μὲ σπαθί. Τὸ ἁπαλὸ, ἴδιο μὲ χνουδωτὴ φούντα πέλμα του, βγάζει γαμψὰ σουβλερὰ νύχια, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖ καὶ ὑπερασπίζεται δραστικῶς τὴν ὕπαρξή του. Τὸ εὔκαμπτο καὶ τρυφερὸ σωματάκι του μεταποιεῖται σὲ ἀτσαλένιο ἀμυντήριο ἔλασμα. Καὶ τὰ ζαφειρένια ματάκια του σκοτεινιάζουν ἀπὸ ὀργή. Μία πλήρης αὐτόνομη ὕπαρξη ἀποφασισμένη νὰ κρατηθεῖ στὸν ἐπάνω κόσμο, ἀντλώντας δύναμη ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ ρίζα τῆς ζωῆς.
Ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὸ μόνο πλάσμα στὸν κόσμο, θὰ ἦταν τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ θὰ στεκόντουσαν φύλακες προστατευτικοί. Μὲ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ αὐτὴ ἡ δαιμόνια ἐκβλάστηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου σὲ ἄγγελμα ἀπρόοπτης ζωῆς. Καθόσον, τὸ ὅτι ὑπάρχει ζωὴ στὸν κόσμο προκαλεῖ ἴλιγγο στὸ νοῦ καὶ δέος στὴν ψυχή.
Ὅμως δὲν εἶναι τὸ μόνο πλάσμα. Εἶναι ἕνα ἀνάμεσα στὰ ἄπειρα ποὺ ὁ τυφλὸς ἐρωτικὸς ὀργασμὸς τὰ ἐκσφενδονίζει στὴν ὕπαρξη καὶ τὰ ἐγκαταλείπει στὴν τύχη τους. Καὶ χάνουν κάθε ἀξία. Ἔτσι πρὸ ἡμερῶν πέταξε στὴν αὐλή μου τὸ παρδαλὸ γατάκι κάποιος ποὺ τοῦ περίσσευε καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ πνίξει. Θὰ μποροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ τὸ θάψω ζωντανὸ στὸν κῆπο μου. Κανένας δὲν θὰ μὲ θεωροῦσε ἔνοχο. Οὔτε ὁ Θεός. Διότι δὲν τὸ ἔχει προικίσει μὲ ψυχή. Πλάσματα, ποὺ γιὰ νὰ γίνουν χρειάστηκε δισεκατομμυρίων ἐτῶν προεργασία, τὰ ὁποῖα ἐσχεδίασε κάποια δυσσύλληπτη ὑπερφυὴς βούληση, μὲ ἄτεγκτη ἀναγκαιότητα, τελοῦν ἕρμαια τῆς πλέον δυσοίωνης τυχαιότητας.
Κρατῶ τὸ παρδαλὸ γατάκι στὴ χούφτα μου. Τὴ ζεσταίνει τρυφερά. Μὲ κοιτάει ἀπορητικὰ μὲ τὰ μεγάλα ζαφειρένια ματάκια του. Προφανῶς δὲν ξέρει πὼς μπορῶ νὰ σβύσω τὸ ἀναμμένο κερὶ τῆς ζωούλας του μὲ ἕνα φύσημά μου. Χωρὶς κανένας νὰ μοῦ ζητήσει τὸ λόγο. Ἐπειδὴ δὲν ἔχει ψυχή. Πράγματι. Ἂν ψυχὴ εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία, αὐτὸ δὲν ἔχει ψυχή. Ἔχει ὅμως ζωή, ὅπως καὶ ἐγώ. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο ἔχουμε ἀκριβῶς τὴν ἴδια τύχη. Σάμπως καὶ ἐμένα δὲν μὲ κρατάει κάποιος στὴ χούφτα του; Καὶ σάμπως δὲν μπορεῖ νὰ μὲ συντρίψει τὴν κάθε στιγμή; Ἡ διαφορά μας ἔγκειται στὸ ὅτι καθὼς ἐγὼ ἔχω αὐτοσυνειδησία, τὸ γνωρίζω. Αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζει. Καὶ φοβᾶται μόνο τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπέρχεται ὁ συντριμμός. Ἐνῶ ἐγὼ φοβοῦμαι ἀπὸ τώρα καὶ γιὰ τὸν συντριμμὸ τοῦ μέλλοντος. Δηλαδή, ἡ διαφορά μας ἔγκειται στὸ ὅτι ἐγὼ ἔχω περισσότερο φόβο.
Τέκνα τύχης χαλεπῆς. Νὰ εἶσαι τὸ πᾶν καὶ τὸ τίποτε. Νὰ εἶσαι προϊὸν τῆς ἀνάγκης καὶ ἄθυρμα τῶν περιστάσεων. Νὰ εἶσαι προορισμένος ἀπὸ τὴν τεχνουργία τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ εἶσαι καταδικασμένος ἀπὸ τὴν πανουργία τοῦ κόσμου. Πρὸς τί αὐτὴ ἡ ἀσύλληπτη δολίευση τῶν νόμων τῆς φύσεως γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ζωή; Καὶ σὰν φανερωθεῖ περισσεύει, σπαράζεται, μισεῖται, δολοφονεῖται, θάβεται. Ὕστερα τὰ μνήματα χλοΐζουν. Σὰ νὰ μὴ συνέβη τίποτε.
Κρατῶ στὴ χούφτα μου τὸ ὄμορφο γατάκι. Μὲ ὁλάνοιχτα τὰ ματάκια του μὲ κοιτάζει ἐπιτακτικά. Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ βλέμμα τοῦ ζώου. Εἶναι τῆς ἀβύσσου.
Περὶ ψυχῆς
Χρῆστος Μαλεβίτσης
(«Ἡ Καθημερινή», 6-7-1991· ἀναδημοσίευσις: «Δοκίμια ἰδεῶν», ἐκδ. Δωδώνη, 1993, σελ. 245-247)
Εἶναι πολλοὶ ποὺ ἐνοχλοῦνται, ὅταν ἀκοῦν πὼς τὰ ζῶα δὲν ἔχουν ψυχή. Ὅπως ἕνας συγγραφέας ἄφησε νὰ φανεῖ σὲ ἐπιστολή του στὴν «Καθημερινὴ» τῆς 29.6.91. Διότι στὸ κείμενό μου «Τὸ παρδαλὸ γατάκι» ἀναφέρω πὼς τὸ ζῶο δὲν ἔχει ψυχή. Ὅμως ἐκεῖ ἔθεσα ἕναν ὅρο. Ἔγραψα: «Ἂν ψυχὴ εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία, αὐτὸ δὲν ἔχει ψυχή». Ποιός θὰ ἰσχυρισθεῖ πὼς τὸ ζῶο ἔχει αὐτοσυνειδησία; Δηλαδή, ὅτι γνωρίζει πὼς γνωρίζει; Καὶ ἂν κάποιος εὐγενὴς φιλόζωος ἀναγνωρίσει αὐτοσυνειδησία στὸ ἄλογο, στὸ σκυλὶ καὶ στὸ γατάκι, μέχρι ποῦ θὰ κατέβει τὴ ζωϊκὴ κλίμακα; Ἴσαμε στό μικρόβιο τοῦ τύφου ἢ τὸν ἰὸ τοῦ ἔητζ; Καὶ αὐτὸς θὰ θέσει κάπου ἕνα φραγμό. Ἐκτὸς ἐὰν δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀνατρεπτικὴ σημασία τῆς αὐτοσυνειδησίας.
Καθόσον περὶ αὐτοῦ πρόκειται. Δὲν κερδίζουμε τίποτε τὸ νέο ἂν μείνουμε στὴν ἀντίληψη, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἀπόληξη τῆς ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν. Ὅμως κερδίζουμε τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος ἂν ἀντιληφθοῦμε τὸ ρῆγμα τὸ ἀγεφύρωτο ποὺ ἡ «συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μας» θέτει ἀνάμεσα στὸ ζῶο καὶ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ σημασία τοῦ δελφικοῦ παραγγέλματος «γνώθι σαυτόν». Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνωριμία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτὴ θὰ ἦταν ἀδιάφορη γιὰ τὸ Μαντεῖο. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ τὴν θαυμασιώδη εἴδηση τοῦ ὑπάρχειν στὸν κόσμο ὡς αὐτοσυνείδηση. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν διδάσκεται, ἀλλὰ τελεῖ δωρημένο σὲ ἐκεῖνο τὸ βιολογικὸ ὄν, ποὺ ἐξαιτίας τούτης τῆς δωρεᾶς μεταποιήθηκε ἀπὸ ζῶο σὲ ἄνθρωπο. Καὶ κατέστησε τὴν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ σχετικὴ σὲ ἀπόλυτη.
Εἴπαμε πὼς δὲν διδάσκεται. Δηλαδὴ δὲν ἔρχεται ἀπὸ ἔξω. Κεῖται ἐντός μας. Καὶ ὁ δάσκαλος ποὰ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ τὸ φέρει στὴν ἐπιφάνεια θὰ ἀσκήσει τὴ μαιευτική. Ὅπως ὁ Σωκράτης, ὁ ἀγαπημένος τοῦ Μαντείου. Ἐπειδὴ ἡ αὐτογνωσία εἶναι δυνατότητα καὶ ὄχι ἐκ προοιμίου πραγματικότητα. Βέβαια οἱ ἐκφράσεις «συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μας» καὶ «αὐτογνωσία» εἶναι ψιλὰ ὀνόματα γιὰ ἕνα δεδομένο δαψιλὲς σὲ σημαντικότητα. Τὸ ὁποῖο εἶναι μία Παρουσία ποὺ δὲν προκύπτει ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Εἶναι ἡ πλατωνικὴ «ψυχή»· πλέον ἀποκαθαρμένη εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ «ψυχή». Στὴ νεώτερη φιλοσοφικὴ σύλληψη εἶναι τὸ «πρόσωπο» καὶ ἰδίως ἡ Existenz, δηλαδὴ «ὑπόσταση» ἢ «ὕπαρξη», πάντοτε ὡς ἐκδοχὲς τῆς ψυχῆς. Στὴν ἀνατολικὴ σκέψη εἶναι τὸ «ἄτμαν» ἢ «ὁ πρῶτος ἑαυτός μας» (self). Ἐπείγουσα ὅμως ἀνάγκη ἀξιώνει νὰ ὑπερβοῦμε τὰ ὀνόματα καὶ νὰ νοήσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ βιώσουμε τὴν ἔκτακτη σημαντικότητα αὐτοῦ τοῦ ἀπερινοήτου δεδομένου ποὺ εἶναι ἡ αὐτογνωσία, ποὺ συνιστᾶ τὸ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ τοῦ λοιποῦ θὰ ἀποκαλοῦμε ψυχή.
Ὁ γνωρισμὸς τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι δυνατότητα. Ἄρα καθίσταται πραγματικότητα κατὰ ἀναβαθμοὺς γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καθόλου. Πρόκειται γιὰ διαδικασία ἐπαμειβόμενων ξυπνημῶν. Εἶναι τὸ ταξίδι τῆς ψυχῆς. Τὸ ταξίδι τοῦ Γιλγαμὲς πρὸς τὴν ἀθανασία. Τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα πρὸς τὴν οἰκεία πατρίδα. Τοῦ Οἰδίποδα πρὸς τὴν ἁγιοποίησή του στὸν Κολωνό. Τοῦτος ὁ τελευταῖος ξύπνησε τὸ πρῶτον στήν Κόρινθο. Ἀλλὰ ἔμαθε πὼς δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐνόμιζε. Ἐπισκέφθηκε τὸ Μαντεῖο γιὰ νὰ μάθει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἡ Σφίγγα τοῦ εἶπε τὶ εἶναι ὡς ἄνθρωπος. Στὴ Θῆβα ἀπεδείχθη ἐγκληματίας. Τὸ τὶ πραγματικὰ ἦταν ἡ ψυχή του τὸ ἔμαθε στὸν Κολωνό. Μέσα ἀπὸ τὴ διαδικασία τοῦ πάθους.
Ἡ φιλοσοφία ἑπόμενο ἦταν νὰ προτιμήσει τὴ διαδικασία τοῦ «μάθους». Ὁ Πλάτων ἀκολουθώντας τὴ διασκεπτική ὁδό, τὴν διανοιγμένη ὅμως ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ ὀρφική ἐμπειρία, ἐννόησε τὴν ἔκτακτη σημαντικότητα τῆς ψυχῆς, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἐξήρεσε ἀπὸ τὴ θνητότητα τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἀνακήρυξε ἀθάνατη. «Ἀθάνατος» λέγει «ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλυται». Ἡ τραγικὴ ὅμως ἐμπειρία μᾶς διδάσκει πὼς ἡ ψυχὴ μπορεῖ καὶ νὰ χαθεῖ. Ὁ Πλάτων δὲν ὑπερέβη τὸν κοσμικὸ κύκλο. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀθανασία του εἶναι δεδομένη, σὰν πέτρα. Δὲν εἶναι δεδομένη στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὴν τραγικὴ ὁδό. Γι᾿ αὐτὸ ἡ λέξη ἀθανασία δὲν ὑπάρχει στοὺς Εὐαγγελιστές. Ὑπάρχει ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος», ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐκ προοιμίου δεδομένη. Ἐδῶ ἡ φανέρωση τῆς αὐτογνωσίας εἶναι συντελειακή. Ἡ κόλαση καὶ ὁ παράδεισος, τὸ θεῖο καὶ τὸ δαιμονικό, ἡ σωτηρία καὶ ἡ ἀπώλεια συνιστοῦν τὸ «εἶναι» τῆς ψυχῆς, ποὺ τελεσιουργεῖται ἐκτὸς τῆς ἀσφαλείας τοῦ κοσμικοῦ κλοιοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἐξαιτεῖται ἡ σωστικὴ παρέμβαση τοῦ θείου προσώπου. Ἀλλιῶς ἡ ἀπώλεια εἶναι ἐπικείμενη. Ἔτσι ἡ ψυχὴ φτάνει στὸ ἀκροτελεύτιο σημεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ποὺ εἶναι τραγικό.
Ἡ ἀναγνώριση ψυχῆς στὰ ζῶα ἴσως ὑποκρύπτει ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς στὸν ἄρρηκτο παράδεισο τῆς ἀσυνειδησίας. Τότε ἀποφεύγεται καὶ ἡ ἔσχατη πνευματικὴ εὐθύνη τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀνασταίνεται ὡς πρόσωπο. Εἶναι ἡ χαρωπὴ ὁδός. Ἐνῶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν. Ὄχι τοῦ ζώου.
Καθόσον περὶ αὐτοῦ πρόκειται. Δὲν κερδίζουμε τίποτε τὸ νέο ἂν μείνουμε στὴν ἀντίληψη, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἀπόληξη τῆς ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν. Ὅμως κερδίζουμε τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος ἂν ἀντιληφθοῦμε τὸ ρῆγμα τὸ ἀγεφύρωτο ποὺ ἡ «συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μας» θέτει ἀνάμεσα στὸ ζῶο καὶ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ σημασία τοῦ δελφικοῦ παραγγέλματος «γνώθι σαυτόν». Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνωριμία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτὴ θὰ ἦταν ἀδιάφορη γιὰ τὸ Μαντεῖο. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ τὴν θαυμασιώδη εἴδηση τοῦ ὑπάρχειν στὸν κόσμο ὡς αὐτοσυνείδηση. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν διδάσκεται, ἀλλὰ τελεῖ δωρημένο σὲ ἐκεῖνο τὸ βιολογικὸ ὄν, ποὺ ἐξαιτίας τούτης τῆς δωρεᾶς μεταποιήθηκε ἀπὸ ζῶο σὲ ἄνθρωπο. Καὶ κατέστησε τὴν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ σχετικὴ σὲ ἀπόλυτη.
Εἴπαμε πὼς δὲν διδάσκεται. Δηλαδὴ δὲν ἔρχεται ἀπὸ ἔξω. Κεῖται ἐντός μας. Καὶ ὁ δάσκαλος ποὰ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ τὸ φέρει στὴν ἐπιφάνεια θὰ ἀσκήσει τὴ μαιευτική. Ὅπως ὁ Σωκράτης, ὁ ἀγαπημένος τοῦ Μαντείου. Ἐπειδὴ ἡ αὐτογνωσία εἶναι δυνατότητα καὶ ὄχι ἐκ προοιμίου πραγματικότητα. Βέβαια οἱ ἐκφράσεις «συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μας» καὶ «αὐτογνωσία» εἶναι ψιλὰ ὀνόματα γιὰ ἕνα δεδομένο δαψιλὲς σὲ σημαντικότητα. Τὸ ὁποῖο εἶναι μία Παρουσία ποὺ δὲν προκύπτει ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Εἶναι ἡ πλατωνικὴ «ψυχή»· πλέον ἀποκαθαρμένη εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ «ψυχή». Στὴ νεώτερη φιλοσοφικὴ σύλληψη εἶναι τὸ «πρόσωπο» καὶ ἰδίως ἡ Existenz, δηλαδὴ «ὑπόσταση» ἢ «ὕπαρξη», πάντοτε ὡς ἐκδοχὲς τῆς ψυχῆς. Στὴν ἀνατολικὴ σκέψη εἶναι τὸ «ἄτμαν» ἢ «ὁ πρῶτος ἑαυτός μας» (self). Ἐπείγουσα ὅμως ἀνάγκη ἀξιώνει νὰ ὑπερβοῦμε τὰ ὀνόματα καὶ νὰ νοήσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ βιώσουμε τὴν ἔκτακτη σημαντικότητα αὐτοῦ τοῦ ἀπερινοήτου δεδομένου ποὺ εἶναι ἡ αὐτογνωσία, ποὺ συνιστᾶ τὸ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ τοῦ λοιποῦ θὰ ἀποκαλοῦμε ψυχή.
Ὁ γνωρισμὸς τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι δυνατότητα. Ἄρα καθίσταται πραγματικότητα κατὰ ἀναβαθμοὺς γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καθόλου. Πρόκειται γιὰ διαδικασία ἐπαμειβόμενων ξυπνημῶν. Εἶναι τὸ ταξίδι τῆς ψυχῆς. Τὸ ταξίδι τοῦ Γιλγαμὲς πρὸς τὴν ἀθανασία. Τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα πρὸς τὴν οἰκεία πατρίδα. Τοῦ Οἰδίποδα πρὸς τὴν ἁγιοποίησή του στὸν Κολωνό. Τοῦτος ὁ τελευταῖος ξύπνησε τὸ πρῶτον στήν Κόρινθο. Ἀλλὰ ἔμαθε πὼς δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐνόμιζε. Ἐπισκέφθηκε τὸ Μαντεῖο γιὰ νὰ μάθει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἡ Σφίγγα τοῦ εἶπε τὶ εἶναι ὡς ἄνθρωπος. Στὴ Θῆβα ἀπεδείχθη ἐγκληματίας. Τὸ τὶ πραγματικὰ ἦταν ἡ ψυχή του τὸ ἔμαθε στὸν Κολωνό. Μέσα ἀπὸ τὴ διαδικασία τοῦ πάθους.
Ἡ φιλοσοφία ἑπόμενο ἦταν νὰ προτιμήσει τὴ διαδικασία τοῦ «μάθους». Ὁ Πλάτων ἀκολουθώντας τὴ διασκεπτική ὁδό, τὴν διανοιγμένη ὅμως ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ ὀρφική ἐμπειρία, ἐννόησε τὴν ἔκτακτη σημαντικότητα τῆς ψυχῆς, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἐξήρεσε ἀπὸ τὴ θνητότητα τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἀνακήρυξε ἀθάνατη. «Ἀθάνατος» λέγει «ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλυται». Ἡ τραγικὴ ὅμως ἐμπειρία μᾶς διδάσκει πὼς ἡ ψυχὴ μπορεῖ καὶ νὰ χαθεῖ. Ὁ Πλάτων δὲν ὑπερέβη τὸν κοσμικὸ κύκλο. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀθανασία του εἶναι δεδομένη, σὰν πέτρα. Δὲν εἶναι δεδομένη στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὴν τραγικὴ ὁδό. Γι᾿ αὐτὸ ἡ λέξη ἀθανασία δὲν ὑπάρχει στοὺς Εὐαγγελιστές. Ὑπάρχει ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος», ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐκ προοιμίου δεδομένη. Ἐδῶ ἡ φανέρωση τῆς αὐτογνωσίας εἶναι συντελειακή. Ἡ κόλαση καὶ ὁ παράδεισος, τὸ θεῖο καὶ τὸ δαιμονικό, ἡ σωτηρία καὶ ἡ ἀπώλεια συνιστοῦν τὸ «εἶναι» τῆς ψυχῆς, ποὺ τελεσιουργεῖται ἐκτὸς τῆς ἀσφαλείας τοῦ κοσμικοῦ κλοιοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἐξαιτεῖται ἡ σωστικὴ παρέμβαση τοῦ θείου προσώπου. Ἀλλιῶς ἡ ἀπώλεια εἶναι ἐπικείμενη. Ἔτσι ἡ ψυχὴ φτάνει στὸ ἀκροτελεύτιο σημεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ποὺ εἶναι τραγικό.
Ἡ ἀναγνώριση ψυχῆς στὰ ζῶα ἴσως ὑποκρύπτει ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς στὸν ἄρρηκτο παράδεισο τῆς ἀσυνειδησίας. Τότε ἀποφεύγεται καὶ ἡ ἔσχατη πνευματικὴ εὐθύνη τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀνασταίνεται ὡς πρόσωπο. Εἶναι ἡ χαρωπὴ ὁδός. Ἐνῶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν. Ὄχι τοῦ ζώου.
Τὰ κείμενα ἀπὸ τό: Χρῆστος Μαλεβίτσης, «Δοκίμια ἰδεῶν: Ἑκατὸ μικρὰ δοκίμια γιὰ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν μας», ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα - Γιάννινα 1993, ISBN 960-248-633-3.
Χρῆστος Μαλεβίτσης: Σπουδαῖος διανοητὴς μὲ βαθειὰ σκέψι γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν Ἱστορία, τὴν φύσι καὶ τὴν κοινωνία, τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὴν θρησκεία, τὴν τέχνη, λογοτεχνία καὶ μουσική, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν παράδοσι. Τὰ δοκίμιά του μοῦ εἶχαν προξενήσει βαθειὰ ἐντύπωσι ὅταν τὰ διάβαζα ἔφηβος στὴν «Καθημερινὴ» τῆς Ἑλένης Βλάχου. Εἴκοσι χρόνια μετά, τὰ ἐξετίμησα ἀκόμη περισσότερο.
Χρῆστος Μαλεβίτσης: Σπουδαῖος διανοητὴς μὲ βαθειὰ σκέψι γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν Ἱστορία, τὴν φύσι καὶ τὴν κοινωνία, τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὴν θρησκεία, τὴν τέχνη, λογοτεχνία καὶ μουσική, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν παράδοσι. Τὰ δοκίμιά του μοῦ εἶχαν προξενήσει βαθειὰ ἐντύπωσι ὅταν τὰ διάβαζα ἔφηβος στὴν «Καθημερινὴ» τῆς Ἑλένης Βλάχου. Εἴκοσι χρόνια μετά, τὰ ἐξετίμησα ἀκόμη περισσότερο.
Ἄλλα κείμενα τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση:
+ Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης γιὰ τὰ πνεύματα καὶ τὸ Πνεῦμα
+ Ἡ μονοτονικὴ πνευματικὴ παρακμὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ
+ Ἡ ἑλληνικὴ μοναξιά
+ Περὶ τῆς Ἀθανασίας τῆς Ψυχῆς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου